θωρακισμός

θωρακισμός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θωρακισμός" в других словарях:

  • θωρακισμός — arming with breastplates masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακισμός — ο (ΑΜ θωρακισμός) [θωρακίζω] ο οπλισμός με θώρακα, το να θωρακίζει κανείς κάτι ή να θωρακίζεται ο ίδιος …   Dictionary of Greek

  • θωρακισμός — ο όπλιση με θώρακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θωρακισμούς — θωρακισμός arming with breastplates masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακισμόν — θωρακισμός arming with breastplates masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωράκισμα — το, ατος θωρακισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»